faire souffrir - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

faire souffrir - translation to Αγγλικά

OBLIGATORY FEATURE IN A GENRE
Scenes á faire; Scenes a faire; Scenes a faire doctrine; Scènes à faire doctrine; Scene à faire; Scene a faire; Scenes à faire

faire souffrir      
pain, inflict

Ορισμός

laissez-faire
[?l?se?'f?:]
¦ noun a policy of non-interference, especially abstention by governments from interfering in the workings of the free market.
Derivatives
laisser-faireism noun
Origin
Fr., lit. 'allow to do'.

Βικιπαίδεια

Scènes à faire

A scène à faire (French for "scene to be made" or "scene that must be done"; plural: scènes à faire) is a scene in a book or film which is almost obligatory for a book or film in that genre. In the U.S. it also refers to a principle in copyright law in which certain elements of a creative work are held to be not protected when they are mandated by or customary to the genre.

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για faire souffrir
1. "Je voulais attaquer des bateaux israéliens en mer sans faire souffrir les civils turcs.
2. Le rythme effréné tenu par la flotte continue de faire souffrir les machines.
3. "Je voulais attaquer des bateaux israéliens sans faire souffrir les civils turcs.
4. Il est donc accessoirement président des USA, fonction idoine quil utilise pour faire souffrir et mourir tout un peuple aux fins daccaparer ses richesses : le pétrole.
5. D‘autre part, les Américains ont toujours maintenu la santé de leur budget en agissant sur le dollar, quitte ŕ faire souffrir les Européens.